καλοαγορασμένος

καλοαγορασμένος
-η, -ο
ο αγορασμένος σε καλή τιμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοαγορασμένος — η, ο αυτός που αγοράστηκε σε καλή τιμή, φτηνός: Το οικόπεδο αυτό είναι καλοαγορασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”